Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐθωρός
αὐΐαχος
αὐιαχός
αὐίδετος
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλάρχης
αὔλειος
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔλησις
αὐλήτης
View word page
αὐλακόεις
furrowed
ShortDef
furrowed
Debugging
Headword:
αὐλακόεις
Headword (normalized):
αὐλακόεις
Headword (normalized/stripped):
αυλακοεις
IDX:
15160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15161
Key:
Data
{'content': 'furrowed'}