Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
View word page
ἀερσίνοος
increasing intelligence

ShortDef

increasing intelligence

Debugging

Headword:
ἀερσίνοος
Headword (normalized):
ἀερσίνοος
Headword (normalized/stripped):
αερσινοος
IDX:
1515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1516
Key:

Data

{'content': 'increasing intelligence'}