Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
αὐθωρός
αὐΐαχος
αὐιαχός
αὐίδετος
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλάρχης
αὔλειος
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
View word page
αὐλακισμός
ploughing

ShortDef

ploughing

Debugging

Headword:
αὐλακισμός
Headword (normalized):
αὐλακισμός
Headword (normalized/stripped):
αυλακισμος
IDX:
15158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15159
Key:

Data

{'content': 'ploughing'}