Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθομολογέομαι
αὐθόρμητος
αὐθύπαρκτος
αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
αὐθωρός
αὐΐαχος
αὐιαχός
αὐίδετος
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλάρχης
αὔλειος
View word page
αὐλαῖος
doorkeeper

ShortDef

doorkeeper

Debugging

Headword:
αὐλαῖος
Headword (normalized):
αὐλαῖος
Headword (normalized/stripped):
αυλαιος
IDX:
15155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15156
Key:

Data

{'content': 'doorkeeper'}