Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθιτελής
αὐθομολογέομαι
αὐθόρμητος
αὐθύπαρκτος
αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
αὐθωρός
αὐΐαχος
αὐιαχός
αὐίδετος
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
View word page
αὐθυπόστατος
self-substantial

ShortDef

self-substantial

Debugging

Headword:
αὐθυπόστατος
Headword (normalized):
αὐθυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
αυθυποστατος
IDX:
15148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15149
Key:

Data

{'content': 'self-substantial'}