Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθιτελής
αὐθομολογέομαι
αὐθόρμητος
αὐθύπαρκτος
αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
View word page
αὐθημερινός
ephemeral
ShortDef
ephemeral
Debugging
Headword:
αὐθημερινός
Headword (normalized):
αὐθημερινός
Headword (normalized/stripped):
αυθημερινος
IDX:
15139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15140
Key:
Data
{'content': 'ephemeral'}