Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
View word page
ἀερσίλοφος
high-crested
ShortDef
high-crested
Debugging
Headword:
ἀερσίλοφος
Headword (normalized):
ἀερσίλοφος
Headword (normalized/stripped):
αερσιλοφος
IDX:
1513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1514
Key:
Data
{'content': 'high-crested'}