Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθιτελής
αὐθομολογέομαι
αὐθόρμητος
View word page
αὐθεύρετος
self-discovered
ShortDef
self-discovered
Debugging
Headword:
αὐθεύρετος
Headword (normalized):
αὐθεύρετος
Headword (normalized/stripped):
αυθευρετος
IDX:
15136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15137
Key:
Data
{'content': 'self-discovered'}