Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθιτελής
αὐθομολογέομαι
View word page
αὐθέντρια
fem. of ἀυθέντης, master

ShortDef

fem. of ἀυθέντης, master

Debugging

Headword:
αὐθέντρια
Headword (normalized):
αὐθέντρια
Headword (normalized/stripped):
αυθεντρια
IDX:
15135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15136
Key:

Data

{'content': 'fem. of ἀυθέντης, master'}