Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθιτελής
View word page
αὐθεντικός
principal
ShortDef
principal
Debugging
Headword:
αὐθεντικός
Headword (normalized):
αὐθεντικός
Headword (normalized/stripped):
αυθεντικος
IDX:
15134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15135
Key:
Data
{'content': 'principal'}