Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὔθαιμος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
View word page
αὐθεντίζω
take in hand

ShortDef

take in hand

Debugging

Headword:
αὐθεντίζω
Headword (normalized):
αὐθεντίζω
Headword (normalized/stripped):
αυθεντιζω
IDX:
15133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15134
Key:

Data

{'content': 'take in hand'}