Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθάδισμα
αὐθαδόστομος
αὔθαιμος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
αὐθήμερος
αὖθι
View word page
αὐθέντης
one who does by his own hand; a murderer

ShortDef

one who does by his own hand; a murderer

Debugging

Headword:
αὐθέντης
Headword (normalized):
αὐθέντης
Headword (normalized/stripped):
αυθεντης
IDX:
15131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15132
Key:

Data

{'content': 'one who does by his own hand; a murderer'}