Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐθαδίζομαι
αὐθαδικός
αὐθάδισμα
αὐθαδόστομος
αὔθαιμος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
αὐθεντία
αὐθεντίζω
αὐθεντικός
αὐθέντρια
αὐθεύρετος
αὐθέψης
αὐθημερίζω
αὐθημερινός
View word page
αὐθεντέω
to have full power over

ShortDef

to have full power over

Debugging

Headword:
αὐθεντέω
Headword (normalized):
αὐθεντέω
Headword (normalized/stripped):
αυθεντεω
IDX:
15129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15130
Key:

Data

{'content': 'to have full power over'}