Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
View word page
ἀέρρω
lift, raise

ShortDef

lift, raise

Debugging

Headword:
ἀέρρω
Headword (normalized):
ἀέρρω
Headword (normalized/stripped):
αερρω
IDX:
1512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1513
Key:

Data

{'content': 'lift, raise'}