Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐδάω
αὐδή
αὐδήεις
αὐερύω
αὐθάγιος
αὐθάδεια
αὐθάδης
αὐθαδία
αὐθαδίζομαι
αὐθαδικός
αὐθάδισμα
αὐθαδόστομος
αὔθαιμος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
αὐθέντημα
αὐθέντης
View word page
αὐθάδισμα
an act of self-will, wilfulness

ShortDef

an act of self-will, wilfulness

Debugging

Headword:
αὐθάδισμα
Headword (normalized):
αὐθάδισμα
Headword (normalized/stripped):
αυθαδισμα
IDX:
15121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15122
Key:

Data

{'content': 'an act of self-will, wilfulness'}