Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐδάεις
αὐδάζομαι
αὐδάω
αὐδή
αὐδήεις
αὐερύω
αὐθάγιος
αὐθάδεια
αὐθάδης
αὐθαδία
αὐθαδίζομαι
αὐθαδικός
αὐθάδισμα
αὐθαδόστομος
αὔθαιμος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέδραστος
αὐθέκαστος
αὐθεκαστότης
αὐθεντέω
View word page
αὐθαδίζομαι
to be self-willed

ShortDef

to be self-willed

Debugging

Headword:
αὐθαδίζομαι
Headword (normalized):
αὐθαδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αυθαδιζομαι
IDX:
15119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15120
Key:

Data

{'content': 'to be self-willed'}