Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
View word page
ἀερόφοιτος
roaming in air

ShortDef

roaming in air

Debugging

Headword:
ἀερόφοιτος
Headword (normalized):
ἀερόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
αεροφοιτος
IDX:
1509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1510
Key:

Data

{'content': 'roaming in air'}