Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὗ
Αὑαίνου
αὐαίνω
αὐαλέος
αὔανσις
αὐαντή
αὐασμός
αὐγά
αὐγάζομαι
αὐγάζω
αὔγασμα
αὐγασμός
αὐγάστειρα
Αὐγέας
View word page
αὐαλέος
dry, parched

ShortDef

dry, parched

Debugging

Headword:
αὐαλέος
Headword (normalized):
αὐαλέος
Headword (normalized/stripped):
αυαλεος
IDX:
15086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15087
Key:

Data

{'content': 'dry, parched'}