Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὗ
Αὑαίνου
αὐαίνω
αὐαλέος
αὔανσις
αὐαντή
αὐασμός
αὐγά
αὐγάζομαι
αὐγάζω
αὔγασμα
View word page
αὗ
bow wow
ShortDef
bow wow
Debugging
Headword:
αὗ
Headword (normalized):
αὗ
Headword (normalized/stripped):
αυ
IDX:
15083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15084
Key:
Data
{'content': 'bow wow'}