Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὗ
Αὑαίνου
αὐαίνω
αὐαλέος
αὔανσις
αὐαντή
αὐασμός
αὐγά
αὐγάζομαι
View word page
ἀτυχία
ill-luck a misfortune, miscarriage, mishap
ShortDef
ill-luck a misfortune, miscarriage, mishap
Debugging
Headword:
ἀτυχία
Headword (normalized):
ἀτυχία
Headword (normalized/stripped):
ατυχια
IDX:
15081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15082
Key:
Data
{'content': 'ill-luck a misfortune, miscarriage, mishap'}