Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὗ
Αὑαίνου
αὐαίνω
αὐαλέος
αὔανσις
αὐαντή
View word page
ἀτυχέω
to be unlucky
ShortDef
to be unlucky
Debugging
Headword:
ἀτυχέω
Headword (normalized):
ἀτυχέω
Headword (normalized/stripped):
ατυχεω
IDX:
15078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15079
Key:
Data
{'content': 'to be unlucky'}