Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὗ
Αὑαίνου
View word page
ἀτύρωτος
not curdled

ShortDef

not curdled

Debugging

Headword:
ἀτύρωτος
Headword (normalized):
ἀτύρωτος
Headword (normalized/stripped):
ατυρωτος
IDX:
15074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15075
Key:

Data

{'content': 'not curdled'}