Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
View word page
ἄτυπος
speaking inarticulately, stammering

ShortDef

speaking inarticulately, stammering

Debugging

Headword:
ἄτυπος
Headword (normalized):
ἄτυπος
Headword (normalized/stripped):
ατυπος
IDX:
15071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15072
Key:

Data

{'content': 'speaking inarticulately, stammering'}