Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
ἄτυφος
View word page
ἀτύμβευτος
without burial

ShortDef

without burial

Debugging

Headword:
ἀτύμβευτος
Headword (normalized):
ἀτύμβευτος
Headword (normalized/stripped):
ατυμβευτος
IDX:
15067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15068
Key:

Data

{'content': 'without burial'}