Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
Ἄτυς
ἀτυφία
View word page
ἀτύλωτος
made callous by labour, hardened
ShortDef
made callous by labour, hardened
Debugging
Headword:
ἀτύλωτος
Headword (normalized):
ἀτύλωτος
Headword (normalized/stripped):
ατυλωτος
IDX:
15066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15067
Key:
Data
{'content': 'made callous by labour, hardened'}