Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
View word page
ἀτύζομαι
to be distraught from fear, bewildered
ShortDef
to be distraught from fear, bewildered
Debugging
Headword:
ἀτύζομαι
Headword (normalized):
ἀτύζομαι
Headword (normalized/stripped):
ατυζομαι
IDX:
15064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15065
Key:
Data
{'content': 'to be distraught from fear, bewildered'}