Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
View word page
ἀτυζηλός
frightful

ShortDef

frightful

Debugging

Headword:
ἀτυζηλός
Headword (normalized):
ἀτυζηλός
Headword (normalized/stripped):
ατυζηλος
IDX:
15063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15064
Key:

Data

{'content': 'frightful'}