Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
Ἀτύμνιος
ἄτυπος
View word page
Ἀττικουργής
wrought in Attic fashion

ShortDef

wrought in Attic fashion

Debugging

Headword:
Ἀττικουργής
Headword (normalized):
ἀττικουργής
Headword (normalized/stripped):
αττικουργης
IDX:
15061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15062
Key:

Data

{'content': 'wrought in Attic fashion'}