Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
Ἀτυμνιάδης
View word page
ἀττικοπέρδιξ
Attic partridge

ShortDef

Attic partridge

Debugging

Headword:
ἀττικοπέρδιξ
Headword (normalized):
ἀττικοπέρδιξ
Headword (normalized/stripped):
αττικοπερδιξ
IDX:
15059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15060
Key:

Data

{'content': 'Attic partridge'}