Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερομιγής
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
View word page
ἀεροριφής
hurled through the air

ShortDef

hurled through the air

Debugging

Headword:
ἀεροριφής
Headword (normalized):
ἀεροριφής
Headword (normalized/stripped):
αεροριφης
IDX:
1505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1506
Key:

Data

{'content': 'hurled through the air'}