Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
Ἄττης
Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἄττιος
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἀτύλωτος
View word page
Ἀττικιστής
one who affects

ShortDef

one who affects

Debugging

Headword:
Ἀττικιστής
Headword (normalized):
ἀττικιστής
Headword (normalized/stripped):
αττικιστης
IDX:
15056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15057
Key:

Data

{'content': 'one who affects'}