Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄτταλος
ἄττανα
ἀττάραγος
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
Ἄττης
Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
View word page
Ἀττικηρῶς
in Attic fashion

ShortDef

in Attic fashion

Debugging

Headword:
Ἀττικηρῶς
Headword (normalized):
ἀττικηρῶς
Headword (normalized/stripped):
αττικηρως
IDX:
15051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15052
Key:

Data

{'content': 'in Attic fashion'}