Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερομετρέω
ἀερομιγής
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
View word page
ἀεροπόρος
traversing the air

ShortDef

traversing the air

Debugging

Headword:
ἀεροπόρος
Headword (normalized):
ἀεροπόρος
Headword (normalized/stripped):
αεροπορος
IDX:
1504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1505
Key:

Data

{'content': 'traversing the air'}