Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
Ἀτταλικός
Ἀτταλισταί
Ἄτταλος
ἄττανα
ἀττάραγος
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
Ἄττης
Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
View word page
ἀττηγός
he-goat

ShortDef

he-goat

Debugging

Headword:
ἀττηγός
Headword (normalized):
ἀττηγός
Headword (normalized/stripped):
αττηγος
IDX:
15047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15048
Key:

Data

{'content': 'he-goat'}