Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀττάκης
Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
Ἀτταλικός
Ἀτταλισταί
Ἄτταλος
ἄττανα
ἀττάραγος
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
Ἄττης
Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
View word page
ἀττελεβόφθαλμος
with locust eyes

ShortDef

with locust eyes

Debugging

Headword:
ἀττελεβόφθαλμος
Headword (normalized):
ἀττελεβόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
αττελεβοφθαλμος
IDX:
15046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15047
Key:

Data

{'content': 'with locust eyes'}