Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτταγᾶς
ἀτταγεινός
ἀτταγήν
ἀττάκης
Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
Ἀτταλικός
Ἀτταλισταί
Ἄτταλος
ἄττανα
ἀττάραγος
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
Ἄττης
Ἀττίδεια
Ἀττική
Ἀττικηρῶς
Ἀττικιανός
Ἀττικίζω
View word page
ἀττάραγος
crumb, morsel of bread

ShortDef

crumb, morsel of bread

Debugging

Headword:
ἀττάραγος
Headword (normalized):
ἀττάραγος
Headword (normalized/stripped):
ατταραγος
IDX:
15043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15044
Key:

Data

{'content': 'crumb, morsel of bread'}