Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομιγής
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
View word page
ἀεροπορέω
traverse the air

ShortDef

traverse the air

Debugging

Headword:
ἀεροπορέω
Headword (normalized):
ἀεροπορέω
Headword (normalized/stripped):
αεροπορεω
IDX:
1503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1504
Key:

Data

{'content': 'traverse the air'}