Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
ἄττα
ἀτταβυγάς
ἀτταγᾶς
ἀτταγεινός
ἀτταγήν
ἀττάκης
Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
Ἀτταλικός
Ἀτταλισταί
Ἄτταλος
ἄττανα
ἀττάραγος
View word page
ἀτταγᾶς
partridge

ShortDef

partridge

Debugging

Headword:
ἀτταγᾶς
Headword (normalized):
ἀτταγᾶς
Headword (normalized/stripped):
ατταγας
IDX:
15033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15034
Key:

Data

{'content': 'partridge'}