Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
ἄττα
ἀτταβυγάς
ἀτταγᾶς
ἀτταγεινός
ἀτταγήν
ἀττάκης
Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
Ἀτταλικός
Ἀτταλισταί
View word page
ἄτρωτος
unwounded

ShortDef

unwounded

Debugging

Headword:
ἄτρωτος
Headword (normalized):
ἄτρωτος
Headword (normalized/stripped):
ατρωτος
IDX:
15030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15031
Key:

Data

{'content': 'unwounded'}