Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
ἄττα
ἀτταβυγάς
ἀτταγᾶς
ἀτταγεινός
ἀτταγήν
ἀττάκης
Ἀτταλεῖον
Ἀτταλιανόν
View word page
ἀτρώς
unwounded

ShortDef

unwounded

Debugging

Headword:
ἀτρώς
Headword (normalized):
ἀτρώς
Headword (normalized/stripped):
ατρως
IDX:
15028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15029
Key:

Data

{'content': 'unwounded'}