Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
ἄττα
ἀτταβυγάς
ἀτταγᾶς
ἀτταγεινός
ἀτταγήν
View word page
ἄτρυτος
not worn away, untiring, unwearied

ShortDef

not worn away, untiring, unwearied

Debugging

Headword:
ἄτρυτος
Headword (normalized):
ἄτρυτος
Headword (normalized/stripped):
ατρυτος
IDX:
15025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15026
Key:

Data

{'content': 'not worn away, untiring, unwearied'}