Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
ἄττα
ἀτταβυγάς
ἀτταγᾶς
View word page
ἄτρυγος
without lees, clarified, pure
ShortDef
without lees, clarified, pure
Debugging
Headword:
ἄτρυγος
Headword (normalized):
ἄτρυγος
Headword (normalized/stripped):
ατρυγος
IDX:
15023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15024
Key:
Data
{'content': 'without lees, clarified, pure'}