Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
ἀτρωσία
ἄτρωτος
View word page
ἄτροφος
not fed, ill-fed
ShortDef
not fed, ill-fed
Debugging
Headword:
ἄτροφος
Headword (normalized):
ἄτροφος
Headword (normalized/stripped):
ατροφος
IDX:
15020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15021
Key:
Data
{'content': 'not fed, ill-fed'}