Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρώς
View word page
ἀτροφέω
to pine away, suffer from atrophy
ShortDef
to pine away, suffer from atrophy
Debugging
Headword:
ἀτροφέω
Headword (normalized):
ἀτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ατροφεω
IDX:
15018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15019
Key:
Data
{'content': 'to pine away, suffer from atrophy'}