Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
View word page
ἄτροπος
unchangeable, eternal; (pr.n.) one of the Moirai
ShortDef
unchangeable, eternal; (pr.n.) one of the Moirai
Debugging
Headword:
ἄτροπος
Headword (normalized):
ἄτροπος
Headword (normalized/stripped):
ατροπος
IDX:
15017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15018
Key:
Data
{'content': 'unchangeable, eternal; (pr.n.) one of the Moirai'}