Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
View word page
ἄτρομος
intrepid, dauntless

ShortDef

intrepid, dauntless

Debugging

Headword:
ἄτρομος
Headword (normalized):
ἄτρομος
Headword (normalized/stripped):
ατρομος
IDX:
15015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15016
Key:

Data

{'content': 'intrepid, dauntless'}