Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
ἀτρύμων
View word page
ἀτρόμητος
fearless

ShortDef

fearless

Debugging

Headword:
ἀτρόμητος
Headword (normalized):
ἀτρόμητος
Headword (normalized/stripped):
ατρομητος
IDX:
15014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15015
Key:

Data

{'content': 'fearless'}