Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἄτρυγος
View word page
ἀτριψία
inexperience, amateurishness

ShortDef

inexperience, amateurishness

Debugging

Headword:
ἀτριψία
Headword (normalized):
ἀτριψία
Headword (normalized/stripped):
ατριψια
IDX:
15013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15014
Key:

Data

{'content': 'inexperience, amateurishness'}