Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
View word page
ἄτριχος
without hair

ShortDef

without hair

Debugging

Headword:
ἄτριχος
Headword (normalized):
ἄτριχος
Headword (normalized/stripped):
ατριχος
IDX:
15011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15012
Key:

Data

{'content': 'without hair'}