Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
View word page
ἄτριπτος
not worn by work
ShortDef
not worn by work
Debugging
Headword:
ἄτριπτος
Headword (normalized):
ἄτριπτος
Headword (normalized/stripped):
ατριπτος
IDX:
15008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15009
Key:
Data
{'content': 'not worn by work'}